σκεπτικῶς

σκεπτικῶς
σκεπτικός
thoughtful
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκεπτικός — ή, ό / σκεπτικός, ή, όν, ΝΑ, και σκεφτικός, ή, ό, θηλ. και ιά, Ν [σκέπτομαι / σκέφτομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκέψη ή στον σκεπτικισμό 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σκεπτικοί (φιλοσ.) φιλόσοφοι τής αρχαιότητας, όπως ο Πύρρων ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”